- δηλωσίας
- οπρόσωπο που δηλώνει δημόσια εγγράφως ότι αποποιείται τις πεποιθήσεις του, κυρίως πολιτικές: Στα φασιστικά καθεστώτα πολλοί άνθρωποι γίνονται δηλωσίες, για να γλιτώσουν τα βασανιστήρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.